ἔντονος

ἔντονος
ἔντον-ος, ον, ([etym.] ἐντείνω) of persons,
A sinewy, v. l. for εὔ-, Hp.Aër.4;

τὰ μέλη ἐντόνοις ὅμοια Zeno Stoic.1.58

.
2 violent, of wind, etc.,

νότος Olymp.in Mete.195.39

; ἀκτῖνες -ώτεραι ib.259.23: metaph., intense, eager, vehement,

γνώμη Hdt.4.11

;

σπλάγχνον E.Hipp.118

;

Μοῦσα . . ἔ. Ἀχαρνική Ar.Ach.666

;

ἔ. καὶ δριμεῖς Pl.Tht. 173a

;

-ώτατος πρός τι S.Fr.842

;

δρᾶν ἔ. χέρες E.Fr.291

(s. v. l.). Adv. -νως eagerly,

χωρεῖν Th.5.70

;

ἀπαιτεῖν X.An.7.5.7

;

ζητεῖσθαι Pl.R.528c

: [comp] Comp.

-ώτερον PPetr.3p.111

(prob.).
II Subst. ε?ἔντονοςXντονος, , dub.l. for τόνος, Pl.Lg.945c.—Freq. confounded with εὔτονος.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἔντονος — sinewy masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έντονος — η, ο (AM ἔντονος, ον) εκείνος που έχει ένταση, σφοδρός («έντονες αντιδράσεις», «έντονο διάβημα») 2. αυτός που προκαλεί ζωηρά αισθήματα («έντονα χρώματα», «έντονος πόνος») αρχ. 1. τεντωμένος 2. (για πρόσ.) ρωμαλέος, νευρώδης 3. ικανός («ἔντονος… …   Dictionary of Greek

  • έντονος, -η — ο επίρρ. α 1. τεντωμένος, τεζαριστός. 2. που έχει ένταση, σφοδρός, ισχυρός, ζωηρός: Έντονος πόνος. – Έντονος χρωματισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐντονώτερον — ἔντονος sinewy masc acc comp sg ἔντονος sinewy neut nom/voc/acc comp sg ἔντονος sinewy adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νευραλγία — Έντονος πόνος, συνήθως παροξυστικός, που εντοπίζεται στο πεδίο διανομής αισθητικών ή μεικτών νεύρων. Ανάλογα με το νεύρο που προσβάλλεται, η ν. καλείται μεσοπλεύρια, ισχιαλγία, ν. τριδύμου κλπ. Είναι σύνδρομο που προκαλείται από διάφορα αίτια,… …   Dictionary of Greek

  • ἐντονώτατα — ἔντονος sinewy adverbial superl ἔντονος sinewy neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντονώτατον — ἔντονος sinewy masc acc superl sg ἔντονος sinewy neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντόνως — ἔντονος sinewy adverbial ἔντονος sinewy masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔντονον — ἔντονος sinewy masc/fem acc sg ἔντονος sinewy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλειστοφοβία — Έντονος φόβος που παρουσιάζεται σε κλειστούς χώρους ή σε χώρους με μεγάλο συνωστισμό. Η κ. αποτελεί είδος νεύρωσης. Βλ. λ. νεύρωση. * * * η (ψυχιατρ.) παθολογικός φόβος ενός ατόμου για τους κλειστούς χώρους, σύμπτωμα που απαντά σε νευρωτικά και… …   Dictionary of Greek

  • ἐντονωτάτην — ἔντονος sinewy fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”